- ξυλίκι
- το1. κοινή ονομασία τού φυτού λύκιον2. είδος παιδικού παιχνιδιού που παίζεται με δύο ξύλα, το τσιλίκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + κατάλ. -ίκι (πρβλ. υπαλληλ-ίκι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
τσελίκι — (I) και ξυλίκι, το, και τσίλικα, η, Ν παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μια μικρή ράβδο με την οποία πρέπει το παιδί να χτυπήσει και να σηκώσει ψηλά ένα μικρό επίμηκες πελεκητό ξύλο τοποθετημένο σε κοίλωμα τού εδάφους ή σε πέτρα έτσι ώστε να… … Dictionary of Greek